- καταχορδεύω
- καταχορδεύω και καταχορδῶ, -έω (Α)κατακόβω τις σάρκες σαν χορδές, σχίζω το κρέας τού σώματος σε λωρίδες («καταχορδεύειν τινὰ ἐν βασάνοις», Θεμίστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + χορδεύω «κατασκευάζω αλλαντικά» (< χορδή «έντερο»)].
Dictionary of Greek. 2013.